συναντήσεις

συναντήσεις
συνάντησις
meeting
fem nom/voc pl (attic epic)
συνάντησις
meeting
fem nom/acc pl (attic)
συναντάω
meet face to face
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
συναντάω
meet face to face
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
συναντάω
meet face to face
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
συναντάω
meet face to face
fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
συνᾱντήσεις , συναντάω
meet face to face
futperf ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάσκεψη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται ορισμένες συναντήσεις, όπου συζητούνται ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος. Στις διεθνείς σχέσεις οι δ. δεν διακρίνονται στην πράξη από τα συνέδρια, αν και κάποια λεπτή θεωρητική διάκριση τείνει να ονομάζει δ. τις… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπρένερ — (γερμ. Brennerpass, ιταλ. Brennero). Δίοδος των ανατολικών Άλπεων, μεταξύ των Ρετικών και των Νορικών. Αποτελείται από ένα υψίπεδο μήκους 5 περίπου χλμ., ενώ το ψηλότερο σημείο βρίσκεται σε 1372 μ. Μέσω αυτού συγκοινωνούν οι κοιλάδες του Σιλ… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας Α’ — (Βασιλικό Πωγωνίου, Ήπειρος 1886 – Κωνσταντινούπολη 1972). Οικουμενικός πατριάρχης (1948 72). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστοκλής Σπύρου. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1903 10) όπου και δέχτηκε τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης (1910). Ως …   Dictionary of Greek

  • Γιάλτα — Πόλη (115.548 κάτ. το 2000) της Ουκρανίας. Φημισμένη λουτρόπολη και κέντρο παραθερισμού, βρίσκεται στη νότια ακτή της χερσονήσου της Κριμαίας στα Α και ΝΑ της Σεβαστούπολης και των ορέων της Κριμαίας Γιάιλα που υψώνονται πίσω της και την… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία — (Μύρινα Λήμνου 1933 –). Λογοτέχνης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της διορίστηκε υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου και αργότερα μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Παράλληλα με την εργασία της σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικού Προσκοπισμού (Αθηνών) — Το μουσείο ανήκει στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων και στεγάζεται στο Προσκοπικό Μέγαρο Αντώνιος Μπενάκης (Πτολεμαίων 1, Παγκράτι). Στόχο του έχει να παρουσιάσει τις αρχές, τις μεθόδους και την ιστορία του διεθνούς και του ελληνικού προσκοπισμού. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”